στραβολέκα

στραβολέκα
η, Ν
το γυριστό ποιμενικό ραβδί, η γκλίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβός + λέκα, λ. αραβ. προελεύσεως (πρβλ. και το διαλ. στραβολέκατος «άνθρωπος με στρεβλό σώμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”